Ο ξέφρενος χορός μετά την ήττα του κινήματος

Σήμερα δε θέλουμε να μιλήσουμε για τα soundtracks του κινήματος, δεν έχουμε σκοπό να αναφερθούμε στα μουσικά ρεύματα που ξεπήδησαν, ή μάλλον ξετινάχτηκαν ενάντια στα καταπιεστικά καθεστώτα και εξουσιαστικά μοντέλα που τους έζωναν. Θέλουμε να μιλήσουμε για τα soundtracks της απογοήτευσης, αυτά που πήγασαν από την απόγνωση του “τίποτα δε θα αλλάξει”, αυτά που λικνίζονται πάνω στην ήττα των κινημάτων.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Και ας περιγράψουμε συνοπτικά κάποια πράγματα και έννοιες για να αντιληφθούμε την ατμόσφαιρα και τις συνθήκες στις οποίες θα αναφερθούμε.
Ας πούμε πως καπιταλισμός είναι ένα σύνολο σχέσεων. Ένα σύνολο καπιταλιστικών σχέσεων, εξουσιαστικών σχέσεων, σχέσεων εκμετάλλευσης. Δεν περιορίζεται σε όρους οικονομικούς, μεταφράζεται δε με την συνεχή άντληση κέρδους και την αναπαραγωγή του ίδιου και των σχέσεων που κουβαλάει. Είναι  μια πολύπλοκη μηχανή η οποία θεσπίζει σχέσεις, τις αναπαράγει αντλώντας ότι χρειάζεται από αυτές, παράγει υπεραξία και ξαναγυρνά στην αρχή της διαδικασίας. Όπως όλες οι μηχανές, κάποια στιγμή σκουριάζει. Φτάνει θα λέγαμε σε ένα όριο, όπου το παραγόμενο προϊόν δεν είναι το επιθυμητό πια, τα εργαλεία του δεν ανταποκρίνονται και εν τέλει η αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών σχέσεων φτάνει στα όρια της. Αυτό θα το ονομάσουμε κρίση. Κρίση είναι το όριο το οποίο βρίσκει ο καπιταλισμός “κατά καιρούς”, από τον οποίο παρόλο αυτά γνωρίζει πως θα βγει (θα κάνει άλλωστε οτιδήποτε χρειαστεί) αλώβητος και θα συνεχίσει τη “δουλειά” του. Εφευρίσκει λοιπόν τρόπους, με τα πολυποίκιλα εργαλεία του – είτε δημιουργικά είτε καταστροφικά – ώστε να εκμεταλλευτεί το όριο το οποίο βρήκε μπροστά του και τα συνεχίσει να παράγει και να αναπαράγει καπιταλιστικές σχέσεις. Έχουμε ίσως συνηθίσει μια κρίση να βαπτίζεται κρίση “μισθών”, αλλά ο “κλονισμός” της κρίσης στο εκμεταλλευτικό πλέγμα της κοινωνίας δημιουργεί το έδαφος για να μπορεί αυτό να συντηρηθεί, να γυαλιστεί, να ανανεωθεί ίσως με άλλους όρους, και αν χρειαστεί να περιφράξει με άλλους τρόπους και άλλα υποκείμενα. Είναι το λεγόμενο μεγάλο πλυντήριο, μέσα στο οποίο συνεχώς γινόμαστε μουσκίδι, αλλά σημασία έχει ποιος προγραμματίζει κάθε φορά την πλύση και με τι όρους ξαναμπαίνουμε στη λεκάνη όταν βρομίσουμε πάλι αρκετά. Το πρόγραμμα πλύσης “κρίση” είναι βοηθητικό για την καταστολή και τον περιορισμό των αγώνων εκείνων που είχαν τεθεί ενάντια στον μηχανισμό του πλυντηρίου εξ αρχής. Έτσι και αυτοί με τη σειρά τους, καθαρίζονται από δυνατότητες αντίστασης, ανασυντάσσονται στο καινούριο πλαίσιο του προγράμματος και εν τέλει τα ιδεολογικά – πολιτικά προτάγματα τους ή και οι διεκδικήσεις τους ενάντια σε αυτό, ξεθωριάζουν με τον καιρό και προσαρμόζονται σε μια αέναη πλύση.

Ένας λοιπόν συνδετικός κρίκος των τριών και κατά τα άλλα φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους ρευμάτων που διαλέξαμε να αναλύσουμε, είναι η ανασυγκρότηση αυτού του πλέγματος της εκμετάλλευσης. Είναι το όριο των καπιταλιστικών σχέσεων, η ανανέωση των όρων με τους οποίους αυτές αναπαράγονται, η κρίση που μαστίγωσε κάθε φορά με τον δικό του τρόπο τον κόσμο, είτε αναφερόμαστε στη ναζιστική γερμανία, είτε στην αμερική της δεκαετής του 70, είτε στην αγγλία της θάτσερ.

Σε καιρούς κρίσης και αστάθειας, μπορούμε ή να επικαλεστούμε ή να θυμηθούμε πως ξεπηδούν συχνά αντιδράσεις, αναταραχές, εξεγερσιακά φαινόμενα και στοιχεία. Γεννιούνται κινήματα, διαμαρτυρίες νέα υποκείμενα και προσπάθειας ανατροπής των εκμεταλλευτικών σχέσεων.
Αλλά δυστυχώς δε θα μιλήσουμε ούτε για αυτά.
Θέλουμε να μιλήσουμε για τη στιγμή που ακόμα και αυτά, τα κινήματα, οι εξεγέρσεις, τα επαναστατικά υποκείμενα βρίσκουν τα όριά τους, απορροφούνται από το μεγάλο πλυντήριο, ή πνίγονται από αυτό, και οδηγούνται σε ήττες και αδιέξοδους. Δυστυχώς λοιπόν υπάρχουν και οι στιγμές οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται πια από οργή, αντίσταση και διαμαρτυρία, αλλά από απογοήτευση, απόγνωση και φόβο. Εκείνες οι στιγμές είναι ίσως εκείνες όπου εμφανίζεται η βαλβίδα. Γεννιέται η ανάγκη όχι για ξεσηκωμό, αλλά για αποσυμπίεση, όχι για πολιτική, αλλά για lifestyle.

Δεν μας αρέσει ο κόσμος του σήμερα, απορρίπτουμε τα καθήκοντά μας μέσα σε αυτή την κοινωνία, χορεύουμε ξέφρενα πάνω στα συντρίμμια της.

Όλα τα ρεύματα στα οποία αναφερόμαστε, είτε πιαστούμε με το σουιγκ είτε με την ντίσκο είτε με το ρέηβ, έχουμε ένα κοινό χαρακτηριστικό.

Μας πνίγει η καθημερινότητά μας και η καταπίεση που βιώνουμε από αυτή, νιώθουμε συνεχώς το αδιέξοδο και την απόγνωση της κρίσης του κόσμου μας. Αλλά όχι κύριοι, είδαμε τι πάθατε και εσείς (ή και κάποιοι από εμάς). Δεν απαιτούμε λοιπόν τίποτα, δεν αγωνιζόμαστε για τίποτα, δεν θέλουμε να δούμε ένα καλύτερο αύριο, δεν έχουμε σκοπό να εξεγερθούμε για την πολιτική χειραφέτησή μας που έκανα άλλοι, μας ενδιαφέρει μονάχα το τώρα, ή μάλλον καλύτερα, το απόψε.

Και έτσι και έγινε και στις τρεις περιπτώσεις, σχηματίζοντας ένα παραλλαγμένο αλλά κλασσικό σύνθημα: τη μέρα τρώω αγγούρι, το βράδυ είμαι μούρη.
Όταν όμως λείπει το πολιτικό, μένει μόνο η μούρη. Μένει μια εικόνα, ένα στυλ, ένα “μοδάτο” ρεύμα, το οποίο – αργά ή γρήγορα – εύκολα αγοράζεται και πωλείται, αφήνοντας σαν παρακαταθήκη μόνο τις βούλες στις φουσκωτές φούστες, τα γκλίτερ και τα λουλούδια, τα χάπια και τα μπιτς. Αποτελεί μια πλατφόρμα, πάνω στην οποία όλοι μπορούν να ικανοποιηθούν προσωρινά, να ξεχάσουν, να ξεδώσουν. Η ανάγκη για κάτι έντονο, πορρωτικό και ξεσηκωτικό μεταμορφώνεται στην ανάγκη για λήθη, χαμό στη δίνη, ζάλη και άγνοια. Και δυστυχώς, η μέθη περνάει και η ζάλη εξαφανίζεται σε λίγο καιρό. Μετά από αυτήν επανερχόμαστε απότομα στον κόσμο που αφήσαμε προσωρινά πίσω μας, τον σάπιο, μίζερο κόσμο τον οποίο δεν είχαμε καμία όρεξη να αλλάξουμε. Και να που παρέμεινε ακριβώς το ίδιο σάπιος και μίζερος. Και εκεί που δεν το καταλάβαμε, δε σοκάρουμε και πια.

Γιατί όπως είπαμε, όταν κάτι δεν εμπεριέχει το πολιτικό, είναι εύθραυστο και επιρρεπές σε εξωτερικούς παράγοντες. Όλα τα ρεύματα με τα οποία καταπιανόμαστε ξύπνησαν και μια ανάλογη αντίδραση από την εκάστοτε κυριαρχία. Η απάντηση σε κάτι που ξυπνάει από τη δυσφορία της κοινωνίας δεν αργεί ποτέ να έρθει και στις προκείμενες περιπτώσεις εκφράστηκαν με ποινικοποίηση, πουριτανικές προπαγάνδες και καταστολή. Δεν έλειψαν η βία και η κοινωνική περιθωριοποίηση. Ίσως το γεγονός αυτό ήταν που πρόσαψε σε αυτά τα ρεύματα ένα – αν όχι αντικαθεστωτικό – πολιτικό πρόσωπο. Η μυστικότητα, τα αντίποινα και η τιμωρία – και η παρόλο τους κινδύνους συνέχεια του χορού – δημιούργησαν κάθε φορά ίσως μια αίσθηση κοινότητας, μια κοινή ιδέα, όσο αφαιρετική και θολή και να ήταν αυτή.
Αλλά η εξουσία δεν κρατά μόνο ένα όπλο και συχνά γνωρίζει πως το καλύτερο όπλο στην κατοχή της είναι ο ίδιος της ο εαυτός, ο ίδιος ο καπιταλισμός. Γιατί όπου δε φτάνει το γκλοπ του μπάτσου – και του κάθε άλλου σώματος ασφαλείας – φτάνει η τσέπη του έμπορα. Και η καλύτερη επίθεση είναι ένα ωραίο, μεγάλο, ξέφρενο πάρτι. Με εισιτήριο, ντρεσκόουντ και πληρωμένους μουσικούς και dj’s και ίσως και μπράβους στην είσοδο.

Και επανερχόμαστε στο συμπέρασμα πως όπου απουσιάζει μια αίσθηση του πολιτικού, αυτό που μένει είναι μια τάση που αγοράζεται πωλείται, γίνεται κυρίαρχη κουλτούρα και τρόπος διασκέδασης, τελικά αφομοιώνεται και γίνεται ένα κομμάτι της εμπορευματοποιημένης καθημερινότητας και ζωής. Κάτι που κάποτε χαιρόμασταν τόσο που ήταν σοκαριστικό και έκφυλο για την κοινωνία, τώρα πια απενοχοποιήθηκαν, εντάχθηκε στη νόρμα της ψυχαγωγίας, ανήκει πλέον σε άλλους και όχι σε εμάς τους ίδιους.

Το σουιγκ, η ντίσκο και το ρέηβ γεννήθηκαν σε περιόδους που δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε και ταυτόχρονα μπορούμε ίσως να κατανοήσουμε πολύ καλά. Γεννήθηκαν, ή μάλλον ξεπήδησαν, από περιόδους κρίσης, από καιρούς όπου η εικόνα της πραγματικότητας έμοιαζε να μην μπορεί να αλλάξει ποτέ όσο και να προσπαθήσει κανείς. Ξέσπασαν σαν δυσαρέσκεια σε ένα συναίσθημα φαυλότητας, εγκλωβισμού, απαισιοδοξίας για το μέλλον και αδιεξόδου για το παρόν. Δεν υπήρχε πια χώρος για πολιτική και κινήματα – η ήττα τους ήταν πολύ πρόσφατη ώστε να μπορεί να αγνοηθεί – και το μόνο φωτεινό σημείο ήταν το σκοτάδι της νύχτας, του χορού και της μουσικής.

Το σουιγκ – ένα αδερφάκι της τζαζ – αναδύθηκε  στο δυτικό κόσμο επί ναζιστικής Γερμανίας, παρέκκλινε απο τα ναζιστικά ιδεώδη περί της κυρίαρχης μουσικής με αποτέλεσμα να διώχθει απο την Γκεστάπω και ενώ αρχικά ξεκίνησε ως η έκφραση ενός διαφορετικού κόσμου κυνηγημένων μειονοτήτων – όπως μαύρων εργατών – στα χρόνια της κρίσης της γερμανίας υιοθετήθηκε από λευκούς, μικρομεσαίους, νέους που δεν έβλεπαν κανένα φως στον ορίζοντα για τη ζωή τους. Η ντίσκο αντίστοιχα εξέφρασε την ανάγκη απελευθέρωσης της gay κοινότητας στην συντηρητική και κοιμισμένη κινηματικά Αμερική των ΄70s, διεκδικώντας χώρο σοκάροντας με τον έκφυλο χαρακτήρα της και θέτοντας τον εαυτό της στο στόχαστρο των κανονικών της εποχής. Το ρέηβ στην Αγγλία επί Θάτσερ, εναντιώνεται στην καταπίεση της εποχής, ποινικοποείται και συναντάται με τον παράνομο χαρακτήρα του μέσω οικειοποιήσεων δημόσιων χώρων, καταλήψεων, συλλήψεων όσων συμμετείχαν σε πάρτυ και διώκεται μέχρι να ακουστεί απο τα μεγάφωνα των μεγάλων clubs.

Δεν μπορούμε έτσι να ισχυριστούμε πως τα ρεύματα αυτά δεν ήταν πολιτικά. Δεν είχαν την στόχευση, τις πολιτικές ιδέες, τα χαρακτηριστικά που έχουμε συνηθίσει να στεκόμαστε δίπλα. Είχαν όμως καταπίεση και εκμετάλλευση, γεγονός που τα κάνουν πολιτικά, άξια ανάλυσης και συζήτησης. Σχηματίζουν μέσα από το ξέφρενο χορό τους μια εικόνα της εποχής, περιγράφουν μέσα από τα βήματά τους την κατάσταση στην κάθε περίοδο που αναφερόμαστε, την κρίση της εποχής, την αδιέξοδο των “παραδοσιακών” κινημάτων και την ήττα του κόσμου που είχε συνηθίσει να βλέπει μπροστά και να αγωνίζεται για το μέλλον του. Εξιστορούν το όριο του καπιταλισμού, την ανακατανομή των εκμεταλλευτικών σχέσεων, την ανανέωση του συστήματος – με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, με πολέμους, με οικονομική εξαθλίωση κλπ κλπ – και το ολοκληρωτικό σιδερένιο του πρόσωπο μέχρι να αναγεννηθεί. Περιγράφουν το ξεπέρασμα ενός παλιού κόσμου, ενός εξουσιαστικού μοντέλου αλλά και μιας παλαιωμένης κινηματικής ιστορίας.
Γνωρίζουμε πως τα εργαλεία του χθες ξέφτησαν, απέτυχαν, βρήκαν αδιεξόδους και εμπόδια. Ξέρουμε πως ηττήθηκαν, ίσως μπορούμε να αναλύσουμε το γιατί και ύστερα αυτό που μένει να κάνουμε είναι να αρνηθούμε το αλλοτριωμένο τους πρόσωπο, να τα ξαναεφεύρουμε, να ξαναδώσουμε ουσία και σημασία στους όρους της μάχης που θέλουμε να δώσουμε. Αν όχι, θα χαθούμε για άλλη μια φορά στη δίνη της μουσικής και του χορού.
Και όπως και στη δεκαετία του 70, στην κρίση στη Νιγηρία όπου ειπώθηκε το σύνθημα ‘το πάρτυ τελείωσε’ εκ μέρους της εξουσίας και του μηχανισμού διαχείρισης του χρέους, έτσι και τώρα το πάρτυ αντί να τελειώνει, συνεχίζεται στο ρυθμό που μας επιβάλλουν και εμείς απλά το διασκεδάζουμε χορεύοντας. Ίσως είναι στο δικό μας χέρι να φωνάξουμε πως το πάρτι πια, επιτέλους, τελείωσε.