Η δεκαετία του 1970 βρίσκει την Αμερική εν μέσω ψυχρού πολέμου, κρίσης πετρελαίου, έξαρσης πυρηνικών εργοστασίων και οικονομικής αναδιάρθρωσης . Στις αρχές της δεκαετίας ως φυσικό επακόλουθο των 60ς , γυναίκες, άφρο αμερικανοί, ιθαγενείς αμερικανοί, γκέι, λεσβίες και άλλοι περιθωριοποιημένοι συνέχισαν τον αγώνα τους για ισότητα, ενώ πολύ συνέχισαν να αγωνίζονται ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ ο οποίος ήταν ακόμα σε εξέλιξη. Ο «οπτιμισμός» της εποχής και η πεποίθηση ότι η πολιτική και οι αποφάσεις δεν είναι προνόμιο των λίγων έδωσε σταδιακά την θέση του σε μία αποστασιοποίηση από τους αγώνες, την ώρα που οι οικονομικές ανισότητες διευρυνόντουσαν και ο πατριωτισμός και ο νεοφιλελευθερισμός εγκαθιδρυόντουσαν μέχρι να επισφραγιστούν με την προεδρία του Reagan στις αρχές της δεκαετίας του 80.
Οι πολιτικές και οικονομικές ταραχές ήδη από το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας οδήγησαν στην συντηρητικοποίηση των ατόμων που παρακολουθούσαν τους αγώνες από τον καναπέ τους. Η «σιωπηλή πλειοψηφία», αμερικανοί που χαρακτήριζαν ως κακομαθημένους τους χίπηδες και ως κλαμένους τους διαδηλωτές, όντας απογοητευμένοι από μια κυβέρνηση που στα μάτια τους φρόντιζε τους φτωχούς και τους μαύρους εις βάρος των φορολογουμένων πολιτών, εξέλεξαν τον R.Nixon το 1968. Σχεδόν αμέσως, ο R.Nixon αποσύνδεσε το δολάριο με το χρυσό, αποσυναρμολόγησε το κράτος πρόνοιας και κατάργησε τμήματα της νομοθεσίας που είχε καθιερώσει ο L.Johnson στα πλαίσια περιορισμού της φτώχειας. Αντ’αυτού πρότεινε ένα σχέδιο οικογενειακής βοήθειας και προέτρεψε το κογκρέσο να περάσει ένα εκτενή ασφαλιστικό σχέδιο υγείας, τα οποία αφορούσαν αποκλειστικά αμερικανούς πολίτες, υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης.
Από το 1975 η «Νέα Δεξιά» κινητοποιείται για την υπεράσπιση του πολιτικού συντηρητισμού και του παραδοσιακού ρόλου της οικογένειας και μέχρι το τέλος της δεκαετίας, οι διαχωρισμοί και οι απογοητεύσεις καθιέρωσαν μια πολιτική απόχρωση για την δημόσια ζωή, που πολλοί θα υποστήριζαν ότι εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα. Πολλοί αμερικανοί, ειδικότερα η εργατική και μεσαία τάξη, αγκάλιασαν το νέο είδος συντηρητικού λαϊκισμού.
Έτσι βρισκόμαστε χρονικά στο τέλος της εποχής των παιδιών των λουλουδιών, όταν οι επαναστατικές λογικές μείνανε στο ράφι και η απογοήτευση από την οικονομική κατάσταση και τον έντονο συντηρητισμό των κυβερνήσεων οδήγησαν σε πολλαπλά αδιέξοδα. Η εικόνα διαδηλωτών που αγωνιζόντουσαν με κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα και την ζωή τους για τα βασικά μη αναγνωρίζοντας τους φυλετικούς διαχωρισμούς, τους διαχωρισμούς των φύλων και τους πολέμους που εξυπηρετούσαν συμφέροντα κυριαρχίας στον πλανήτη, άρχισε να αποτελεί παρελθόν. Οι καταπιεσμένοι, όχι απαραίτητα με οικονομικούς όρους εκείνης της εποχής, σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από τους περιορισμούς της κοινωνίας και το αποδεκτό life style, σωματοποιώντας την ένταση που μέχρι πρότινος εκφραζόταν πολιτικά, βρήκαν στην disco μια διέξοδο εκτόνωσης. Μια λύση να νιώθουν παροδικά ελεύθεροι και να μοιράζονται την ελευθερία τους με όσους είχαν την ίδια ανάγκη.
Η disco σε αυτή την πολιτική συνθήκη αρχίζει και φιγουράρει στις χορευτικές μουσικές, φέρνοντας μας στο νου εικόνες από ατελείωτα ξεφαντώματα, λαμέ ρούχα, παρδαλά φώτα και ντισκομπάλες. Χάπια, ουσίες, αλκοόλ, σεξ και ξέφρενος χορός μετά ξέφρενης μουσικής, συγκερασμένης funk, soul, salsa, pop, και psychedelic μελωδίας. Οι «disco ντίβες» Donna Summer, Gloria Gaynor , Anita Ward έκαναν την μουσική αυτή ευρέως γνωστή. Όπως σε κάθε τι που αρχίζει να γίνεται μαζικό, έτσι και σε αυτήν την περίπτωση η εμπορευματοποίηση δεν άργησε να έρθει. Γιατί στον καπιταλισμό όλα είναι σχέση κέρδους κόστους , μια σχέση που ξεπερνά ιδεολογίες και πρακτικές. Το απόγειο της εμπορευματοποίησης το 1978-79 όταν πλέον κάθε συχνότητα ραδιοκυμάτων έπαιζε disco hits, έφερε αρνητικές αντιδράσεις. Το εμπόρευμα έγινε banal και άρχισε η φθίνουσα πορεία του με αποκορύφωμα το Disco Demolition Night. Όταν τον Ιούλιο του 1979 στο Comiskey Park του Chicagο, το οποίο είχε οργανωθεί ως το διάλειμμα-θέαμα ενδιάμεσα σε αγώνες baseball μεταξύ των Chicago White Sox και των Detroit, όπου κάηκαν σε κοινή θέα περίπου 50.000 ατόμων εκατοντάδες ντίσκο βινύλια σαν ένδειξη τιμωρίας του ηδονιστικού τρόπου διασκέδασης και των gay δικαιωμάτων που ήταν συνδεδεμένα με την disco.